Του Γιάννη Ανδρουλιδάκη *
Όταν, την 21η Απριλίου 2002, η φιγού¬ρα του Ζαν-Μαρί Λεπέν εμφανιζόταν στους γαλλικούς τηλεοπτικούς δέκτες ως η μία από τις δύο που προκρίνονταν στον δεύτερο γύ¬ρο των τότε προεδρικών εκλογών, απέναντι στον δεξιό Ζακ Σιράκ, πέραν του γενικότε¬ρου «πολιτικού σεισμού» που προκλήθη¬κε, ένα συλλογικό τραύμα με στοιχεία ενο¬χής κληροδοτήθηκε στο εσωτερικό της γαλ¬λικής Αριστεράς, ιδιαίτερα της επαναστατι¬κής. Το ποσοστό 27% που είχαν συγκεντρώ¬σει οι επτά υποψήφιοι στα αριστερά του Σο¬σιαλιστικού Κόμματος (εκ του οποίου 11% οι υποψήφιοι/ες της επαναστατικής κομμου¬νιστικής αριστεράς) είχε εμφανώς παίξει τον ρόλο του σε αυτή την επιτυχία του πατέρα Λεπέν, που κατά τα άλλα έμοιαζε τότε με …λογιστικό ατύχημα.
Οι οργανώσεις αυ¬τές κλήθηκαν ξαφνικά να απολογηθούν για το ότι υπάρχουν, να δώσουν όρκους πί¬στης στη δημοκρα¬τία και τους υποψη¬φίους της, να μετα¬νοήσουν για το κα¬κό που προκάλεσαν. Απαντώντας αμήχανα, με τον έναν ή τον άλλον τρόπο, απέτυχαν πρωτί¬στως να δικαιολογήσουν την εμβέλειά τους ή ακόμα και το μέγε¬θός τους και σταδιακά οδηγήθηκαν σε μια συρρίκνωση που όμοιά της δεν είχε γνω¬ρίσει το γαλλικό αντικαπιταλιστικό κίνημα τα χρόνια που ακολούθησαν τον Μάη του 1968. Οι τρεις μεγάλες αντικαπιταλιστικές οργανώσεις τη Γαλλία, οι τροτσκιστικές LO και LCR (κατοπινό NPA), αλλά και η αναρ-χοσυνδικαλιστική CNT (διεσπασμένη πλέον σε δύο κομμάτια), πέρασαν μέσα σε 10 χρό¬νια από τα σχεδόν 20.000 μέλη που είχαν σε κάτι λιγότερο από 5.000.
Σήμερα, η ενοχή αυτή δεν υπάρχει. Με το Σοσιαλιστικό Κόμμα στο 6%, τις πολιτι¬κές του Ολάντ να έχουν γεννήσει το μεγα¬λύτερο απεργιακό κίνημα στη χώρα μετά το 1995 και την Ακροδεξιά να καταγράφε¬ται σταθερά ως η πρώτη συνεκτική πολιτι¬κή δύναμη της χώρας σε όλες τις εκλογικές αναμετρήσεις μετά το 2012, ο καθένας και η καθεμία αντιλαμβάνονται ότι η κρίση του γαλλικού πολιτικού συστήματος είναι δομι-κή και όχι λογιστική.
Η Γαλλία διανύει στην πραγματικότητα τον 32ο συνεχόμενο χρόνο φιλελευθεροποί¬ησης της οικονομίας της και αποσάρθρωσης των εργατικών σχέσεων. Αν και σε όλα αυτά τα χρόνια απέφυγε ένα σοκ ανάλογο με αυ-τό των ελληνικών μνημονίων, ωστόσο το πεί¬ραμα του μιθριδατισμού απέτυχε. Το πολιτι¬κό της σύστημα καταστράφηκε ολοσχερώς. Τρία παράλληλα πολιτικά γεγονότα εξηγούν τη νέα ασταθή πολιτική γεωγραφία.
Το πρώτο είναι η κατακόρυφη μείωση της ισχύος της Γαλλίας στο πλαίσιο της ΕΕ ένα¬ντι της Γερμανίας, κάτι που ενίσχυσε τον γαλ¬λικό σωβινισμό και έδωσε εθνικά και ιμπε¬ριαλιστικά χαρακτηριστικά στον ευρωσκε-πτικισμό, που ήταν πάντοτε ισχυρός στη χώ¬ρα. Αυτό δεν αφορά μοναχά τη Λεπέν, αλ¬λά επίσης τον επιεικώς αμφίσημο λόγο του Μελανσόν, καθώς και την παραδοσιακή Δε¬ξιά του Φιγιόν.
Το δεύτερο είναι η απόλυτη απαξίωση του Σοσιαλιστικού Κόμματος ως πηγή δια¬φθοράς και παρακμής, που συμπαρασύρει και το καταστροφικό Γαλλικό ΚΚ, το οποίο εμμένει πεισματικά στη δορυφοριοποίησή του γύρω από αυτό. Η επιτυχία της υποψη¬φιότητας Μελανσόν, πέραν της εύλογης συ¬γκρότησης δυνάμεων που προέκυψαν από τη γενική απεργία του καλοκαιριού, οφείλε¬ται επίσης και στον επιθετικό λόγο του κατά των Σοσιαλιστών, ο οποίος ακούγεται σαν καθαρό νερό σε απογοητευμένα τμήματα της εργατικής τάξης.
Το τρίτο γεγονός αφορά στη διαπίστωση ότι η φιλελεύθερη πολιτική των τελευταίων ετών διέκοψε ακόμα και μια αμφιλεγόμενη πολιτική κοινωνικών υπηρεσιών στα υπο¬βαθμισμένα αστικά προάστια, με τα οποία ου¬δέποτε ενδιαφέρθηκε να συνδεθεί το οργα¬νωμένο εργατικό κίνημα, προκαλώντας ένα τεχνητό κόψιμο της Γαλλίας στα δύο. Ο μέ¬σος λευκός Γάλλος εργαζόμενος των πόλε¬ων, την ίδια στιγμή που προλεταριοποιείται ο ίδιος, νιώθει συχνά ότι «πολιορκείται» από το μαζικό υπο-προλεταριάτο των Αφρικανών και των Αράβων στα προάστια. Έτσι, αν και το ποσοστό της Ακροδεξιάς στο Παρίσι πα¬ραμένει εξαιρετικά χαμηλό (5%), το αίσθημα αυτό είναι η κύρια πηγή της μεγάλης ενίσχυ¬σής της στην επαρχία.
Σε κάθε περίπτωση, η βέβαιη επικράτη¬ση του Μακρόν στον δεύτερο γύρο δεν απα¬ντά στο πρόβλημα της συστημικής κρίσης στη Γαλλία. Η αστική τάξη είναι υποχρεω¬μένη να φτιάξει από το πουθενά ένα κόμμα στον εκλεκτό της, αποτελούμενο από τα πιο διεφθαρμένα και απαξιωμένα μέλη του «πα¬λιού» πολιτικού προσωπικού, προκειμένου να κυβερνήσει. Η αντοχή μιας τέτοιας πλει¬οψηφίας είναι, κοινωνικά και πολιτικά, εξαι¬ρετικά αμφίβολη.
Υπό αυτή την έννοια για τη γαλλική Αρι¬στερά, πολιτική και κοινωνική, ανοίγεται ένας δρόμος ευκαιριών. Θα μπορέσει να ξεπερά¬σει τον πατριωτικό λόγο του Μελανσόν που επιχειρεί να ξαναφέρει από το παράθυρο τη σοσιαλδημοκρατία στην Ευρώπη σε καιρό κρίσης; Αν χρειαστεί να ποντάρουμε στο ΚΚ, η πιθανότητα να πάρουμε πίσω τα λεφτά μας είναι μηδαμινή. Τα μαζικά γαλλικά συνδι¬κάτα που πρωταγωνίστησαν στο κίνημα του καλοκαιριού και έχουν αποφύγει την εκτρο¬πή σε πλήρως διαχειριστικές λογικές (CGT, SUD και άλλα μικρότερα), πρέπει μάλλον να συνηθίσουν στην ιδέα ότι καλούνται πλέον να θέσουν την κοινωνική ατζέντα.
* δημοσιογράφος, μέλος της αναρχοσυνδικαλιστικής πρωτοβουλίας «Ροσινάντε»
Δημοσιεύτηκε στο Πριν στις 7 Μάη 2017
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου