Πέμπτη 8 Ιουνίου 2017

O Γιώργος Μαργαρίτης Είναι Ένας Μάγκας που Κάνει Γλέντια στις Φυλακές Επειδή «Κανείς Άνθρωπος δεν Περισσεύει»


Ένας από τους τελευταίους «άρχοντες» του λαϊκού τραγουδιού μιλάει στο VICE για την ελευθερία, τη ζωή και τους νόμους της νύχτας...


Τον Γιώργο Μαργαρίτη τον ήξερα από τα τραγούδια του. Όλη η Ελλάδα αναγνωρίζει αυτήν τη φωνή από την πρώτη κιόλας νότα. Είναι βγαλμένη από εκείνη τη μαγική εποχή των μεγάλων, αυθεντικών λαρυγγιών. Είναι ταυτισμένη με τους μεγάλους αναστεναγμούς, τις αξημέρωτες νύχτες, τα αργόσυρτα ζεϊμπέκικα και τις παρατεταμένες σιωπές. Βγάζει πόνο. Όχι επιτηδευμένο. Ακατέργαστο και γνήσιο πόνο. Πόνο που τον έχεις ζήσει, έχει σημαδέψει την ύπαρξη σου για να μπορέσεις να τον τραγουδήσεις με μιαν ανάσα χωρίς να φαλτσάρει. Κι ο Γιώργος Μαργαρίτης κουβαλάει πολύ πόνο σε κάθε γραμμή του προσώπου του.

Τον εκτίμησα πολύ ως προσωπικότητα τα τελευταία χρόνια, που η ζωή μας ήρθε τούμπα και όλοι περιμέναμε από τους ανθρώπους της τέχνης και του πνεύματος, να αρθρώσουν έναν λόγο παρηγορητικό και χειραφετητικό για όλους αυτούς που δεν είχαν φωνή. Και σίγουρα κάποιοι το έπραξαν. Κάποιοι άλλοι, όμως, θωρακίστηκαν για τα καλά στο γυάλινο κλουβί της αποστασιοποίησης ή ακόμα χειρότερα έγιναν ντουντούκες μίσους και απαξίωσης. Ο Μαργαρίτης ήταν και παραμένει εκεί. Δίπλα στους απλούς ανθρώπους που υποφέρουν, δίπλα στους απόκληρους, τους ξεχασμένους και τους διωγμένους της ζωής. Και μάλλον είναι εκεί, γιατί ανήκει εκεί. Από εκεί ξεκίνησε και δεν χάθηκε ποτέ στο λαβύρινθο της δόξας και της καταξίωσης. Έτσι και τη Δευτέρα 22 Μαΐου, βρέθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού να τραγουδήσει αφιλοκερδώς με την ορχήστρα του για τους κρατούμενους, να διοργανώσει μια γιορτή που έμοιαζε περισσότερο με μια ιδιότυπη κινηματογραφική ιεροτελεστία συλλογικής εκτόνωσης του καημού. Ο «δικός μας» Johnny Cash

Συναντηθήκαμε σ' ένα καφενείο στην Καλλιθέα λίγες μέρες αργότερα. Πήγαμε βόλτα στην τοπική αγορά. Ο κόσμος τον σταματούσε σε κάθε μέτρο που έκανε, όχι διακριτικά ούτε με συστολή, αλλά όπως χαιρετάμε έναν πολύ οικείο μας άνθρωπο. Τον αγκάλιαζε, τον φιλούσε, φωτογραφιζόταν μαζί του. Κι αυτός δεν τσιγκουνευόταν κανένα άγγιγμα, κανένα γέλιο, καμιά κουβέντα. Όχι δήθεν. Έτσι είναι. Διακατέχεται από έναν άδολο αυθορμητισμό που σου φτιάχνει τη μέρα. Μιλήσαμε μπόλικη ώρα, σε αυστηρά πρώτο ενικό, για τα πάντα και χωρίς φίλτρα υποκριτικού καθωσπρεπισμού. Ο ίδιος, εξάλλου, ποτέ δεν φοβήθηκε να γρατζουνίσει την εικόνα του. Μιλάει όπως νιώθει. Τα λόγια του ενίοτε είναι θραύσματα φιλοσοφίας ή ποίησης του δρόμου και αποδεικνύουν ότι στην τόσο λοιδωρημένη λαικότητα, κρύβεται συχνά μια υψηλή αίσθησης ελευθερίας και μια αυθεντική αγάπη για τον άλλον. Αυτή είναι η ιστορία του.

VICE: Γεννήθηκες σε μια δύσκολη περίοδο για τη χώρα. Ττα παιδικά σου βιώματα σημαδεύτηκαν από τις στερήσεις της εποχής;
Γιώργος Μαργαρίτης: Ναι, γεννήθηκα στα Τρίκαλα. Εμένα η οικογένειά μου ήταν πάμφτωχη, όπως οι περισσότερες στο χωριό. Ήταν πολύ δύσκολα χρόνια. Οι άνθρωποι έστελναν τα παιδιά τους στον στρατό για να χορτάσουν ψωμί και κάποιοι δεν ήθελαν να πάρουν απολυτήριο. Και θα σου πω και κάτι που το λέω πρώτη φορά: εγώ ήμουν κάλφας από μικρός, βοηθός δηλαδή. Πήγαινα κάθε καλοκαίρι και βοηθούσα έναν θείο μου στις δουλειές για να 'χω φαγητό. Αυτό το έκανα επτά χρόνια μέχρι να τελειώσω το δημοτικό.



Ισχύει ότι η οικογένειά σου είχε προσφυγικές καταβολές;
Από έρευνες και συζητήσεις που έκανα για να ανακαλύψω τις ρίζες της οικογένειάς μου, βρήκα ότι ο ένας παππούς μου καταγόταν από την ευρύτερη καταγωγή της Σμύρνης. Όλοι από κάπου ερχόμαστε.

«Βρέθηκα τυχαία εκεί και μου ζήτησαν να πω δυο τραγούδια του Μίκη. Με το που ξεκίνησα, με πιάνει ένας χωροφύλακας και μου λέει ότι απαγορεύονται αυτά τα τραγούδια και να μην τα ξαναπώ»

Σε έλκυε το τραγούδι από μικρός;
Αυτός ήταν ο καημός μου και ο νταλκάς μου. Άκουγα από τις ορχήστρες της εποχής και τα γραμμόφωνα του καφενείου τα τραγούδια του Μάρκου, του Τσιτσάνη και άλλων.

Τον Τσιτσάνη τον γνώρισες κι από κοντά.
Είχα την τύχη να γνωρίσω τον μεγάλο Τρικαλινό, από πολύ μικρή ηλικία. Ο άνθρωπος που ήταν η γέφυρά μου με τον Βασίλη ήταν ο Νίκος Μουσιώνης, ο γαμπρός του Απόστολου Καλδάρα. Αυτό το έμαθα πολύ αργότερα. Είχαν μαζευτεί, λοιπόν, παρέα στο καφενείο των αδερφών Τσιτσάνη και τραγουδούσαν. Κάποια στιγμή στο ρεφρέν μπήκα κι εγώ. Με κοίταξε, με ρώτησε αν ξέρω γράμματα και μου έδωσε τη σύστασή του: όταν μεγαλώσω να πάω και τελειώσω το φανταριλίκι να τον βρω.

«Ξέρεις, όσοι αγαπούν πραγματικά τη μουσική, δεν βγάζουν κακία»



Πότε κατέβηκες στην Αθήνα;
Μόλις τελείωσα το δημοτικό. Μόνος μου. Δεν καθόμουν ήσυχα με τίποτα. Ήθελα να φύγω. Είχα μέσα μου τον καημό του τραγουδιού. Στην Αθήνα, βέβαια, δεν γνώριζα κανέναν. Το πρώτο βράδυ κοιμήθηκα έξω στην Πλατεία Ψαρών. Την επόμενη μέρα πήγα στο Κορωπί να βρω ένα χωριανάκι. Τριγύρω από την εκκλησία της Ανάληψης ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι από όλα τα μέρη της Ελλάδας που έψαχναν μεροκάματο. Έστρωσα κι εγώ εκεί. Μετά από τρεις μέρες πέρασε ένα γεροντάκι και με πήρε να δουλέψω σ' ένα κτήμα με ζώα και ζαρζαβατικά. Μου φέρθηκαν καλά, σαν δικό τους άνθρωπο. Από τους γέροντες και της γερόντισσες που γνώρισα εκεί, κρατάω τρία πράγματα: ότι ήταν δουλευταράδες, ήταν μερακλήδες και έτρωγαν καλά. Μετά δούλεψα οικοδομή. Άρχισα όμως να ψάχνω να γνωρίσω ανθρώπους γύρω από το τραγούδι που ήταν το μεράκι μου. Κατέβαινα με τα πόδια από τον Άγιο Αρτέμιο στην Ομόνοια, στο μπαράκι των μουσικών.

Πρόλαβες τα «πέτρινα χρόνια» της χούντας. Είχες καθόλου προβλήματα;
Είχα τρία περιστατικά. Μια φορά μπήκαν δύο εσατζήδες στο μαγαζί που τραγούδαγα και πλάκωσαν τις πιστολιές, χωρίς ποτέ να μάθω τον λόγο. Εμένα οι φίλοι μου με κλείδωσαν στην τουαλέτα για να μη με βρουν. Μ' έβγαλαν αφότου έφυγαν. Το άλλο περιστατικό ήταν σε μια γιορτή προς τιμήν του Θεοδωράκη, στο χωριό Νέο Μοναστήρι προς την Καρδίτσα. Βρέθηκα τυχαία εκεί και μου ζήτησαν να πω δυο τραγούδια του Μίκη. Με το που ξεκίνησα, με πιάνει ένας χωροφύλακας και μου λέει ότι απαγορεύονται αυτά τα τραγούδια και να μην τα ξαναπώ. Η τρίτη ήταν και η πιο δυνατή. Τότε, όπως γνωρίζετε, τα γράμματα ανοίγονταν. Υπήρχε λογοκρισία. Μου είχε στείλει ένα γράμμα ένας τύπος με τον οποίο εγώ δεν είχα παρτίδες. Δεν θα πω πολλές λεπτομέρειες, αλλά το γράμμα ανοίχτηκε κι εγώ το πλήρωσα με ξύλο για επτά μέρες στο αστυνομικό τμήμα Τρικάλων. Περνούσε φάλαγγα σ' ένα υπόγειο που με είχαν με δύο άλλους και μας χτυπούσαν. Ούτε την οικογένειά μου ενημέρωσαν για το πού βρισκόμουν. Αυτά γίνονταν τότε. Ακούω καμιά φορά κάποιους που λένε μισόλογα για τη χούντα. Εγώ πιστεύω ότι η μεγαλύτερη αξία του ανθρώπου είναι η ελευθερία, να μπορείς να μιλάς. Ξέρεις τι είναι να φοβάσαι να μιλήσεις στο διπλανό σου; Δεν υπάρχει χειρότερο πράγμα.

«Αυτό που μετράει στη μουσική είναι το βίωμα. Εγώ κοιμήθηκα στον δρόμο, σε παγκάκια, δεν είχα να φάω. Πρέπει να το έχεις ζήσει το τραγούδι για να το αποδώσεις 100%»



Ο πρώτος σου δίσκος «Εσύ μιλάς στην καρδιά μου», γνώρισε τεράστια επιτυχία.
Ήταν το 1981 με 12 υπέροχα τραγούδια του Τάκη Σούκα και αγκαλιάστηκε αμέσως από τον κόσμο. Ήμουν μπροστά όταν έφτιαχνε μερικά και δε θα το ξεχάσω.

Ποιους τραγουδιστές θαύμαζες εσύ τότε;
Κοίταξε, τότε υπήρχαν θηρία, ο Καζαντζίδης, ο Αγγελόπουλος, ο Μπιθικώτσης, ο Διονυσίου. Είχαν μεγάλη δύναμη και πόνο. Καλωσόριζαν όμως τους καινούργιους, αν είχαν να πουν κάτι. Εμένα όχι μόνο μ' αγάπησαν αλλά αργότερα, με έκαναν δικό τους άνθρωπο

Έχουν φύγει όλοι αυτοί που ανέφερες. Λείπουν τέτοιες προσωπικότητας από τη σημερινή παραγωγή;
Εμένα, μου λείπουν πολύ. Ακόμα και τώρα, όταν είμαι στο αυτοκίνητο και ακούω τα τραγούδια τους, ραγίζει η καρδιά μου και δακρύζω.

Έχεις συνεργαστεί με κορυφαίους μουσικοσυνθέτες της χώρας, από τον Άκη Πάνου μέχρι τον Λαυρέντη Μαχαιρίτσα. Υπήρξαν σ' αυτήν τη διαδρομή άνθρωποι που σε σνόμπαραν και δεν σου 'διναν τα τραγούδια τους;
Δεν είχα τέτοια προβλήματα. Είμαι ο τελευταίος τραγουδιστής που τραγούδησε Άκη Πάνου, εν ζωή και με την άδειά του. Και αναφέρω τον Πάνου που έδινε δύσκολα τραγούδια γενικά, αλλά εμένα μου τα έδωσε απλόχερα. Κι άλλοι σπουδαίοι δημιουργοί, ο Χρίστος ο Νοκολόπουλος, ο Αντώνης ο Ρεπάνης. Όλοι με αγάπησαν και μου έδωσαν τραγούδια. Ήταν όλοι τους πολύ ευαίσθητοι άνθρωποι. Ξέρεις, όσοι αγαπούν πραγματικά τη μουσική, δεν βγάζουν κακία.

«Έκανα κι εγώ ένα μικρό πέρασμα από τον Κορυδαλλό. Ήταν μικρό αλλά να ξέρετε, στις φυλακές τα δειλινά πονάνε πολύ»


Πέρα από ταλέντο, παίζει ρόλο και το πάθος στο τραγούδι;
Αυτό που μετράει στη μουσική είναι το βίωμα. Εγώ κοιμήθηκα στον δρόμο, σε παγκάκια, δεν είχα να φάω. Αυτά τα θυμάμαι και πονάω. Ακόμα πονάω. Όταν βρίσκω τέτοια τραγούδια, του δίνω και καταλαβαίνει. Είναι δύσκολη δουλειά. Δεν παίρνεις έτσι το μικρόφωνο. Πρέπει να το έχεις ζήσει το τραγούδι για να το αποδώσεις 100%.

«Το κελί 33», μια από τις μεγαλύτερες επιτυχίες σου, απηχεί και μια δική σου προσωπική εμπειρία;
Δεν το κρύβω, έκανα κι εγώ ένα μικρό πέρασμα από τον Κορυδαλλό. Ήταν μικρό αλλά να ξέρετε, στις φυλακές τα δειλινά πονάνε πολύ. Είχα και έχω γνωστούς από 'κει. Και θα σου μια ιστορία γι' αυτό τραγούδι: Όταν έφτασε στα χέρια μου, ο δίσκος που ετοίμαζα είχε τελειώσει. Με το που το είδα, σκέφτηκα ότι τίποτα δεν είναι τυχαίο. Έβγαλα ένα άλλο τραγούδι από το δίσκο για να βάλω αυτό και τελικά επισκίασε ολόκληρη τη δισκογραφία μου.

Νιώθεις μια εγγύτητα ή μια κατανόηση για τους κρατούμενους;
Κανείς δεν περισσεύει στη ζωή. Όλοι χρειαζόμαστε. Ο καθένας μπορεί να βρεθεί στη φυλακή, από μια αρρώστια, μια ατυχία. Όλοι οι άνθρωποι έχουν δικαιώματα.

«Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι ότι είδα πολλά παιδιά 25-30 χρονών. Πρέπει να αναρωτηθούμε όλοι γιατί τόσο νέοι άνθρωποι βρίσκονται στη φυλακή»

Και κάπως έτσι αποφάσισες να πας πριν λίγες μέρες να παίξεις με την ορχήστρα σου στο προαύλιο των φυλακών Κορυδαλλού;
Δεν την πήρα τώρα αυτήν την απόφαση. Το έχω μέσα μου 30 χρόνια. Ήθελα να το κάνω. Έκανα λοιπόν το καθήκον μου και τίποτα παραπάνω. Θέλω να ευχαριστήσω τα παιδιά που είναι μέσα, για την αγάπη και τη δύναμη που μου έδωσαν. Θέλω να ευχαριστήσω τη Διεύθυνση των φυλακών και το Υπουργείο Δικαιοσύνης. Θέλω, τέλος, να ευχαριστήσω τη σπουδαία ορχήστρα μου, που με το που το άκουσαν, δέχτηκαν να παίξουν αφιλοκερδώς χωρίς δεύτερη κουβέντα - τον Μανώλη Καραντίνη, το αρχηγόπουλό μας, τον μαέστρο Γιώργο Μπαγιάτη και όλα τα παιδιά. Στην αρχή, πολύ κόσμος είχε επιφυλάξεις για το πώς θα πάει. Εγώ, μόνο, το πίστευα. Ήταν μια μεγάλη γιορτή, τέτοιο γλέντι δεν ξανάδα. Αυτό που μου έκανε μεγάλη εντύπωση είναι ότι είδα πολλά παιδιά 25-30 χρονών. Πρέπει να αναρωτηθούμε όλοι γιατί τόσο νέοι άνθρωποι βρίσκονται στη φυλακή. Όσο μπορούμε να δίνουμε χαρά στους συνανθρώπους μας μέσα από τα επαγγέλματα μας, πρέπει να το κάνουμε. Εγώ, όπως σου είπα, έκανα το καθήκον μου. Τώρα ας το κάνουν και οι άλλοι. Από τον απλό άνθρωπο βγαίνουμε και πρέπει να στεκόμαστε δίπλα του.

δειτε τη συνεχεια της συνεντευξης εδω:

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Powered By Blogger